ΤΟΥΡΤΟΥΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: 'Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ'
«Ο ρόλος του πατέρα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, όπως τον αναγνωρίζει η επιστήμη της Ψυχολογίας και τον αγνοούν οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων».
Χρήστος Δ. Τουρτούρας, Δρ. Παιδαγωγικής
Στην ελληνική νομοθεσία είθισται η επιμέλεια του παιδιού, μετά τη διάλυση του γάμου, να δίνεται στη μητέρα[1] με συνοπτικές διαδικασίες, που θεωρούνται μάλιστα, ότι αποβλέπουν και κατοχυρώνουν το συμφέρον του παιδιού, χωρίς να εξετάζονται κάποιες σημαντικές διαπιστώσεις επί του συγκεκριμένου θέματος στο χώρο της επιστήμης. Στα πλαίσια όλων αυτών, ο πατέρας αρκείται ή εξαναγκάζεται στο να αρκείται σε καθαρά επικοινωνιακές επαφές με το ανήλικο τέκνο του, χωρίς να μπορεί ούτε καν να διανυκτερεύει μαζί του μέχρι κάποια ηλικία (των 3 χρόνων), η οποία όμως, φαίνεται αρκετά αυθαίρετη, εάν ανατρέξει κανείς στα επίσημα συμπεράσματα της επιστήμης της Ψυχολογίας. Παρακάτω θα αναφερθούν συνοπτικά διάφορα θεωρητικά μοντέλα, που κυριαρχούν στο χώρο της παιδικής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής. Μοντέλα που εκφράζουν τις τρέχουσες απόψεις των επαγγελματιών του χώρου της Ψυχικής Υγείας σχετικά με το ζήτημα της ανατροφής και της ψυχικής ισορροπίας των παιδιών μετά το διαζύγιο. Οι σχετικές παραπομπές που ακολουθούν είναι ενδεικτικές ενός μεγάλου αριθμού ερευνών σχετικά με το διαζύγιο ως διαδικασία και ως κατάσταση και των παρεπόμενων συνεπειών του.
Η έρευνα σήμερα εστιάζεται στη σημαντικότητα του ρόλου του πατέρα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Μέχρι πρότινος, ο πατέρας ήταν ο μεγάλος απών από την έρευνα της οικογένειας και της ανατροφής των παιδιών. Φαίνεται λοιπόν σήμερα, πως η σχέση υπερπροστασίας των γονέων και ιδιαίτερα των μητέρων καταντά αποπνιχτική για τα παιδιά τους. Ιδιαίτερο κίνδυνο μιας τέτοιας σχέσης αντιμετωπίζουν τα μοναχοπαίδια (Παρασκευόπουλος, τόμος 2, σελ. 150).
Σύμφωνα με τις έρευνες μία εξέλιξη στη συμπεριφορά προσκόλλησης του βρέφους είναι η πολυπροσωπική προσκόλληση (18ος μήνας), κατά την οποία το προσκολλημένο στη μητέρα βρέφος προσκολλάται σταδιακά και σε άλλα πρόσωπα, όπως ο πατέρας, που διατηρούν μαζί του μια στενή και σταθερή αλληλεπίδραση (Παρασκευόπουλος, τόμος 1, σελ. 200).
Θα λέγαμε λοιπόν, πως είναι ανάγκη ο πατέρας να έχει το δικαίωμα όσο το δυνατό στενότερης αλληλεπίδρασης με το βρέφος, μέχρι το σημείο να το έχει κάποιες φορές και για διανυκτέρευση, προκειμένου να επιτευχθεί η απαραίτητη αυτή πολυπροσωπική προσκόλληση, που θα οδηγήσει το παιδί στην αυτονομία.
Το άγχος για τα ξένα πρόσωπα είναι πιο έντονο σε περιβάλλοντα που στερούν το βρέφος από κοινωνικές επαφές έξω από το σπίτι. Γι’ αυτό, πρέπει οι γονείς να έχουν φροντίσει να δώσουν στο παιδί τους ποικίλα και πολλά θετικά διαπροσωπικά ερεθίσματα και εμπειρίες σε όλο το διάστημα πριν από τον 7ο μήνα (Παρασκευόπουλος, τόμος 1, σελ. 202).
Όσον αφορά το άγχος αποχωρισμού, περίπου κατά το 10ο μήνα, η στάση που θα υιοθετήσουν οι γονείς απέναντι στο παιδί τους, επιφέρει και τα ανάλογα αποτελέσματα. Ο περιορισμός τους στο σπίτι και οι λιγοστές ευκαιρίες για αποχωρισμό τους με το βρέφος, επιτείνουν την περίοδο του άγχους αποχωρισμού και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ψυχοκοινωνική δυσπροσαρμογή (παθολογική συμβίωση με τη μητέρα, σχολική φοβία κ.ά.). Χρειάζεται το παιδί να έχει εμπειρίες αποχωρισμού από τους γονείς, που να συνοδεύονται από κατάλληλες εξηγήσεις κάθε φορά, ώστε να αρχίσει να αντιλαμβάνεται, ότι ο αποχωρισμός αυτός δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση, αλλά κάτι το πρόσκαιρο και επανορθώσιμο (Παρασκευόπουλος, τόμος 1, σελ. 204-205).
Από πολλές έρευνες, όπως στα κιμπούτζ (ισραηλίτικοι αγροτικοί οικισμοί κοινοκτημοσύνης), φάνηκε ότι τα παιδιά που τα άφηναν σε ειδικά ιδρύματα παιδικής προστασίας για να μεγαλώσουν αμέσως μετά τη γέννησή τους, ανέπτυσσαν συμπεριφορές προσκόλλησης μόνο με τους επισκέπτες γονείς τους που τα έπαιζαν και διέθεταν κάποιο χρόνο σε αυτά και όχι με τις τροφούς που τα φρόντιζαν πολύ περισσότερες ώρες κάθε μέρα, όπως θα περίμενε κανείς. Δείχνει αυτό λοιπόν, ότι σημασία για την προσκόλληση έχουν περισσότερο τα κοινωνικά ερεθίσματα και η διαπροσωπική επαφή και όχι η ικανοποίηση μόνο των βιολογικών αναγκών (Παρασκευόπουλος, τόμος 1, ό.π.).
Υπό την έννοια αυτή, είναι απαραίτητη η στενή διαπροσωπική επαφή και κοινωνική συναναστροφή και με τον πατέρα, και μάλιστα από πολύ νωρίς, αφού δεν αρκεί μόνον η κάλυψη των βιολογικών αναγκών από τη μητέρα.
Κατά τη νηπιακή ηλικία το αγόρι ταυτίζεται με τη μητέρα του, η οποία φαντάζει παντοδύναμη και πηγή κάθε ικανοποίησης. Στην πορεία όμως, παραιτείται σιγά σιγά από την επιθυμία να γίνει όπως η μητέρα του και ταυτίζεται με τον πατέρα του. Ο ρόλος του πατέρα είναι σημαντικός στην πρώιμη αλληλεπίδραση και στη δημιουργία του δεσμού με το μωρό που θα έρθει, αρκεί βέβαια, να συμμετέχει όσο γίνεται πιο νωρίς στη διαδικασία της εγκυμοσύνης και στη συνέχεια, στη φροντίδα του μωρού. Προσφέρει, γενικά, με την παρουσία του πλούσια συναισθηματική φροντίδα στο μωρό, αφού του παρέχει ευκαιρία μιας σχέσης με ένα διαφορετικό πρόσωπο. Η εμπλοκή του πατέρα στην εγκυμοσύνη και τη γέννα ενισχύει τη δική του ταυτότητα, ως ενεργητικού μέρους της τριάδας, μειώνει το αίσθημα αποκλεισμού που βιώνει ο ίδιος και τον προετοιμάζει να έχει έναν περισσότερο άμεσο ρόλο, όταν το μωρό γεννηθεί. Έτσι, διατηρείται κι ενισχύεται ο δεσμός με τη γυναίκα του και συγχρόνως αρχίζει και βιώνει τη χαρά της πατρότητας. Με βάση διάφορες έρευνες για την ανίχνευση του πρώιμου δεσμού, εξάγεται ότι το αίσθημα ασφάλειας του παιδιού κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, σχετίζεται με το είδος της αλληλεπίδρασης με τους γονείς και επιτρέπει ή όχι στο παιδί να μπορεί στη συνέχεια να απομακρυνθεί και να εξερευνήσει τον κόσμο, να αυτονομηθεί, να ανεξαρτητοποιηθεί. Αλλιώς αντίθετα, το καθηλώνει σε μια σχέση προσκόλλησης στους γονείς και αδράνειας. Μαθαίνει έτσι, συμπεριφορές προσκόλλησης (κρεμασμένο από τη μητέρα του, νιώθει συνεχώς την ανάγκη βλεμματικής και γενικότερης επαφής μαζί της), είτε παρουσιάζει αμυντικές κινήσεις τύπου αποφυγής και εγρήγορσης (βρίσκεται σε συνεχή επιφυλακή) ή αμφιθυμίας και θυμού. Το βρέφος είναι πιο κοινωνικό από όσο νομίζαμε μέχρι τώρα. Έτσι, η πρωιμότητα της σχέσης με τον πατέρα και με άλλα πρόσωπα είναι εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Το υπερβολικό άγχος της μητέρας και οι προβολές των ανησυχιών της στο παιδί, ενδέχεται να διαταράξουν την ομοιοστατική λειτουργία στις σχέσεις του με το περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση του μωρού με τον πατέρα χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα, όπως και με τη μητέρα. Η αλληλεπίδραση μαζί του είναι απλά πιο διεγερτική από πλευράς ερεθισμάτων και επιτρέπει την απελευθέρωση της εγκλωβισμένης ενέργειας. Υπάρχει διαφορά στους ρυθμούς (μητέρα και πατέρα), που δίνει στο παιδί το δικαίωμα να διακρίνει τους γονείς του από πολύ νωρίς. Μέσω του παιχνιδιού με τον πατέρα μετουσιώνεται η επιθετικότητα του παιδιού. Σημαντικός ο ρόλος του πατέρα για τη σχέση με τον εξωτερικό κόσμο και τα ξένα πρόσωπα. Σημαντική η επίδραση στη γνωστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα των αγοριών. Το μωρό 8-9 μηνών αρχίζει να απομακρύνεται από τη μητέρα. Η αλληλεπίδραση με το μωρό είναι μια διαδικασία στην οποία εμπλέκονται και οι δύο γονείς και η οποία είναι όχι μόνο φυσιολογική, αλλά και απαραίτητη για την ανάπτυξη του παιδιού (Αμπατζόγλου & Ζηλίκης, 2002-2003).
Σε έρευνες 15 χρόνια μετά από το διαζύγιο βρέθηκε, ότι οι σχέσεις των παιδιών με τη μητέρα (που είχε την επιμέλεια) ήταν πολύ στενές και η σχέση με τον πατέρα τους βρισκόταν στο επίκεντρο των άμεσων συναισθηματικών αναγκών (Μαρκοβίτης et al., 1994).
Για τα παιδιά όλων των ηλικιών κύριες πηγές εξωτερικού στρες μετά το διαζύγιο είναι: α) η απώλεια της σχέσης με το γονιό που δεν έχει την επιμέλεια, β) οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και γ) η συναισθηματική αποσταθεροποίηση ενός γονιού, συνήθως αυτού που έχει την επιμέλεια. Για τα βρέφη που βιώνουν το χωρισμό των γονιών τους καθώς μεγαλώνουν, νιώθουν έντονα την απώλεια του πατέρα, όταν αυτός δυσκολεύεται να έρθει σε επαφή και να έχει μια σταθερή και ζωντανή σχέση μαζί τους σε αυτήν την ηλικία. Παρουσιάζουν επίσης, συχνές παλινδρομήσεις στους βασικούς τομείς ανάπτυξης ή καθυστέρηση στην επίτευξη νέων, επόμενων αναπτυξιακών στόχων. Χρειάζεται σταθερότητα και συνέχεια στις σχέσεις τους και με τους δύο γονείς. Η αντιδικία των γονιών και η στέρηση του ενός από τους δύο από το βρέφος, μπορεί να οδηγήσει το τελευταίο σε έντονη ψυχική αναστάτωση (μη αντίδραση σε χάδια, χαμόγελα και παιχνίδια, έλλειψη ενδιαφέροντος κατά την εξερεύνηση του περιβάλλοντός του κ.λ.π.). Η μεγάλη σπουδαιότητα της απουσίας του πατέρα φαίνεται ιδιαίτερα και κατά τη νηπιακή ηλικία (3-5 χρ.), όταν και είναι ιδιαίτερη η ανάγκη να έρχεται σε στενή και συχνή επαφή μαζί του, για την ταυτοποίηση με αυτόν, την εγκαθίδρυση ισχυρού δεσμού μαζί του και τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τη μητέρα, γεγονός απαραίτητο για την εδραίωση της ανεξαρτησίας, αυτονομίας, ανάπτυξης της αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης και κοινωνικότητάς του. Βασικότερος παράγοντας υποστήριξης και συναισθηματικής ισορροπίας του παιδιού κατά τη βρεφική και τη νηπιακή ηλικία, θεωρείται μακρόχρονα η σταθερή παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή του παιδιού, με κύριο κριτήριο την ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσει και με τους δύο. Αλλά και αργότερα, κατά την πρώτη σχολική περίοδο (5-9 χρ.), είναι απαραίτητη η επαφή με τον πατέρα, είτε για να εδραιωθεί η αρσενική του ταυτότητα –εάν είναι αγόρι- είτε για να ενισχυθεί η θηλυκή του ταυτότητα –εάν είναι κορίτσι- μέσα από την εκτίμηση και την αποδοχή της από τη μεριά του πατέρα. Ιδιαίτερους παράγοντες πρόληψης της γέννησης ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων στα παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας που βιώνουν ένα διαζύγιο, αποτελούν γενικά οι παρακάτω: α) η σταθερή και συνεχής παρουσία του πατέρα στη ζωή του παιδιού, στις περιπτώσεις που ο πατέρας δεν έχει την επιμέλεια ή δεν την ασκεί από κοινού με τη μητέρα, β) η αποφυγή της συνέχισης των συγκρούσεων ανάμεσα στους δύο γονείς, γ) η συναισθηματική επανεξισορρόπηση του γονιού που έχει την επιμέλεια (Λαζαρίδου, Λία, ό.π., 1994).
Σχετικά με τους δύο πρώτους παράγοντες –την ανάγκη για σταθερή παρουσία του πατέρα και την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων και αντιδικιών μεταξύ των γονιών- ακολουθεί μία σειρά σχετικών αποσπασμάτων από διάφορους επιστήμονες του χώρου της ψυχικής υγείας.
Είναι, λοιπόν, αληθινά πολύ ύποπτη η «θυσία» του ενός γονιού για το καλό του παιδιού, όπου η μητέρα μετά το χωρισμό κατορθώνει να «εξαφανίσει» τον πατέρα, που εμφανίζεται στη συνέχεια να έχει θυσιαστεί για το παιδί του. Πολύ αποκαλυπτικά φαίνονται τα παρακάτω σχόλια του καθηγητή Παιδοψυχιατρικής του Α.Π.Θ. Γρηγόρη Αμπατζόγλου, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:
«…Το διαζύγιο δε φτιάχνει το δράμα. Το δράμα υπήρχε έτσι κι αλλιώς από πριν. Υπάρχουν διαζύγια όπου οι γονείς δε χάνονται για το παιδί, όπου ο κάθε γονιός μπορεί να καθιστά τον άλλο παρόντα παρά τη φυσική απουσία του (μπορεί δηλαδή, να μιλά με καλά λόγια για αυτόν), όπου οι γονείς να μπορούν να συνεννοούνται εν γένει. Υπάρχουν άλλωστε, καταστροφικές συμβιώσεις με πλήρη φυσική παρουσία των γονιών και συγχρόνως πλήρη ψυχική τους απουσία. Έτσι, πολλές φορές, χάρη στο διαζύγιο υπάρχει και μια άλλη απώλεια, πολύ χρήσιμη για όλους: Η απώλεια μιας προηγούμενης ανυπόφορης κατάστασης, μιας ανυπόφορης κοντινότητας, που εμπόδιζε τις σχέσεις μεταξύ των γονιών ή μεταξύ των γονιών και των παιδιών τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόσταση την οποία επικυρώνει και ρυθμίζει το διαζύγιο, επιτρέπει κάποιες νέες σχέσεις που μπορούν να αποτελέσουν πηγή νέων ικανοποιήσεων… Κάποιος λοιπόν, πρέπει να μπορέσει να παραμείνει ήρεμος μπρος σε ένα διαζύγιο, αφού η ελληνική πραγματικότητα δείχνει, ότι αυτό συνοδεύεται από μια γενικευμένη διέγερση γονιών και περιγύρου, στην οποία συμμετέχουν δυστυχώς, και οι δικηγόροι κολακεύοντας συχνά το θυμό του πελάτη τους… Οι σχέσεις αυτές συχνά χειρίζονται τα παιδιά στον πόλεμο που ξεσπά σχετικά με την αντιδικία ανάμεσα στους γονείς. Αυτό το τίμημα είναι τόσο βαρύ στο μέλλον και εμφανίζεται εκρηκτικό στην εφηβεία. Πρόκειται για τη «θυσία» των παιδιών στα συμφέροντα του ενός ή του άλλου ενηλίκου… Γίνονται αντικείμενα διεκδίκησης…».
Θα πρέπει οι γονείς μετά το διαζύγιο να μάθουν να διαχωρίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους όσον αφορά το παιδί, από εκείνες που αφορούν στους ίδιους. Θα πρέπει να μάθουν να συνεργάζονται για το παιδί. Έτσι, η απώλεια θα είναι παροδική και νέες πηγές ικανοποίησης θα αναδυθούν για τα παιδιά μετά το επικείμενο πένθος του χωρισμού. Ο χωρισμός θα είναι τότε ομαλός. Η αποκλειστική και με εκδικητικούς στόχους, ως προς τον άλλο γονιό, διεκδίκηση του παιδιού από τον ένα γονιό, είναι πολύ πιθανό να επιφέρει και για τον ίδιο μια σειρά από απώλειες, όπως επί παραδείγματι, να χάσει την προσωπική του ζωή ή μέχρι και να χάσει συναισθηματικά κάποτε και το ίδιο του το παιδί (Αμπατζόγλου, 1994).
Είναι πολύ σημαντικό να βοηθηθεί με κάποιον τρόπο ο γονιός που έχει την επιμέλεια να μεταβεί από το στάδιο της συζυγικής αντιδικίας στο στάδιο ανάληψης των γονεϊκών ρόλων του. Να μπορεί να συνεργάζεται με τον τέως σύζυγο, να δίνει την έγκριση στο παιδί να έρχεται σε επαφή με αυτόν, να μην τον απαξιώνει, να μην αναλώνεται σε ασχήμιες, κακοήθειες και αρνητικές αξιολογήσεις, φροντίζοντας να τις αποτρέπει και από το στενό του οικογενειακό περιβάλλον (Αντωνιάδου, 1994). Η χρησιμοποίηση του παιδιού από τους γονείς, είτε ως απλού ακροατή της διαμάχης τους είτε ως συμμάχου του ενός γονιού εναντίον του άλλου, είναι εξαιρετικά επιβλαβής για το παιδί, αφού απαιτεί τη διάθεση από το παιδί αρκετής ενέργειας, που σε άλλες περιπτώσεις θα διετίθετο στον αγώνα του για την επίτευξη των αναπτυξιακών του καθηκόντων. Έρευνες έχουν δείξει, ότι τα διαζύγια με έντονη σύγκρουση είχαν αρνητικές επιδράσεις στην εξέλιξη των παιδιών, τα οποία εμφάνιζαν συχνά διάφορα προβλήματα στον αποχωρισμό και την ατομικοποίηση, καθώς και διαταραχές του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας. Τα ευρήματα αυτά σχετίζονταν με το γεγονός, ότι πιο συχνά την κηδεμονία είχε η μητέρα. Χρειάζεται γενικά να λαμβάνεται υπόψη το φύλο του γονιού που απουσιάζει σε σχέση με το φύλο του παιδιού. Γενικά θα λέγαμε, ότι η διατήρηση ικανοποιητικών σχέσεων μεταξύ των γονιών μετά το διαζύγιο, αποτελεί ουσιαστικό προστατευτικό παράγοντα της εξελικτικής πορείας του παιδιού. Προεξέχοντα ρόλο παίζει η δυνατότητα συνεχούς επικοινωνίας με το γονέα που απουσιάζει, εφόσον το επιθυμεί, η οποία πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες του παιδιού και όχι των γονιών. Η πιο τραγική κατηγορία παιδιών είναι εκείνα, τα οποία μετά το διαζύγιο βρίσκονται στο κέντρο των νομικών αντιδικιών των γονιών τους. Είναι ευρύτατα αποδεκτή πλέον η άποψη των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας, ότι το δικαστήριο είναι ανεπαρκές ως χώρος επίλυσης της γονεϊκής διαμάχης. Εκείνο που συχνά παρατηρείται είναι, ότι η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα, ενώ ο πατέρας βρίσκεται σε επικοινωνία. Οι αποφάσεις αυτές δεν είναι κατ’ ανάγκη και οι πλέον συμφέρουσες για το παιδί. Σημαντικό είναι να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα του γονιού να φροντίζει το παιδί και η ποιότητα του δεσμού του παιδιού με το γονέα. Σημαντική, επίσης, για την ανάθεση της επιμέλειας είναι και η επιθυμία του ίδιου του παιδιού (Σταύρου & Χριστογιώργος, 2001, σελ. 343-358).
Η στέρηση του πατέρα επηρεάζει την εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα μπορεί να οδηγηθούν στο έγκλημα κατά την ενηλικίωσή τους, αναπτύσσοντας συναισθηματική ψυχρότητα, αδυναμία να νιώσουν ντροπή και ενοχή για τις πράξεις τους, αδυναμία ελέγχου των ενστίκτων και των παρορμήσεών τους, αφού λείπει η πατρική φιγούρα από τη ζωή τους, που θα τα βοηθούσε να εκτονώσουν και να μετουσιώσουν την επιθετικότητά τους σε κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές και να αναπτύξουν έναν υπερεγωτικό κώδικα, που θα τα απέτρεπε από τέτοιου είδους αρνητικές, παρεκκλιτικές συμπεριφορές. Ακόμη, η απώλεια του πατέρα επιφέρει μεγαλύτερες δυσκολίες όσο νωρίτερα συμβαίνει. Έρευνες σε ενήλικους ασθενείς που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα έδειξαν ότι έπασχαν από νευρώσεις, καταθλίψεις, βαριές ψυχικές διαταραχές και σχιζοφρένεια. Είχαν επίσης, αυτοκτονικές τάσεις και ήταν επιρρεπείς στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Παρόλα αυτά, πολλές μητέρες, έχοντας εξασφαλίσει το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, συντάσσονται με τη φεμινιστική αντίληψη περιφρόνησης του πατέρα και δε διστάζουν να χρησιμοποιούν και τα πιο ωμά μέσα και ένα σωρό ραδιουργίες προκειμένου να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από τον πατέρα τους, να προκαλέσουν άδικες δικαστικές αποφάσεις και να αποκαρδιώσουν τους πατεράδες των παιδιών τους και να τους οδηγήσουν σε παραίτηση από οποιαδήποτε διεκδίκηση. Παραγνωρίζουν όμως έτσι, τις ολέθριες συνέπειες στην εξέλιξη των παιδιών τους και τελικά αυτών των ίδιων. Από διάφορες έρευνες επιβεβαιώνεται γενικά το γεγονός, ότι οι χωρισμένοι πατέρες αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά τον κίνδυνο να παραγκωνίζονται σαν ένα περιττό και ασήμαντο εργαλείο και να λογίζονται απλά και μόνο ως πρόσωπα που καταβάλλουν τα έξοδα διατροφής. Η άρνηση της πατρικής τους λειτουργίας και η εκμετάλλευση των οικονομικών τους δυνατοτήτων, συνιστούν μια συνολική κοινωνική καταστροφή (Horst Petri, 2003).
Η Εξελικτική Ψυχολογία διακρίνει σήμερα τρία χρονικά στάδια που έχουν σημασία για τη σχέση πατέρα-παιδιού: Το πρώτο που αρχίζει από τη γέννηση και επεκτείνεται μέχρι το τρίτο έτος του παιδιού και ονομάζεται τριγωνική φάση, είναι και αυτό που θα μας απασχολήσει στην παρούσα εργασία, αφού σε αυτή τη χρονική περίοδο εντάσσεται ηλικιακά το ανήλικο τέκνο μας. Πληροφοριακά θα αναφέρουμε, ότι τα άλλα δύο στάδια είναι εκείνο που αρχίζει από τα τρία και φτάνει έως τα έξι χρόνια (πρώτη οιδιπόδεια φάση) και το τρίτο στάδιο που περιλαμβάνει τα χρόνια της εφηβείας 12ο-16ο έτος (δεύτερη οιδιπόδεια φάση). Μέχρι το 1960 περίπου, οι έρευνες επικέντρωναν την προσοχή τους στη μελέτη της πρώιμης σχέσης μητέρας-παιδιού (σχετικές οι έρευνες του Bowlby[2] περί ανάπτυξης του βασικού δεσμού). Ο πατέρας ήταν γενικά απών. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά τα πορίσματα και τις μελέτες της Margaret Mahler,[3] άρχισε να διερευνάται το βασικό ερώτημα, πώς θα μπορούσαν τα παιδιά να απελευθερωθούν από το στάδιο της συμβιωτικής προσκόλλησης στη μητέρα τους και να διαμορφώσουν την τόσο απαραίτητη δική τους ατομική οντότητα, προκειμένου να λειτουργήσουν ως αυτόνομες προσωπικότητες. Στην προσπάθειά τους αυτή για αυτονομία αποδείχθηκε ανεπαρκής η μητέρα, η οποία χρειάζεται άμεσα τη βοήθεια και ενεργό εμπλοκή και του πατέρα. Αναπτύσσεται έτσι, μια τριγωνική σχέση πατέρα-μητέρας-παιδιού από πολύ νωρίς (πολύ πριν ακόμα από τον 9ο μήνα της ζωής, σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες έρευνες που έγιναν σε νεογνά). Η παρουσία του πατέρα έτσι, βοηθά το παιδί να προσκολληθεί σε αυτόν και να αποκολληθεί από τη μητέρα του, να τον χρησιμοποιήσει δηλαδή, ως υποστηρικτικό σημείο αναφοράς στην προσπάθειά του να αυτονομηθεί και να μειώσει ταυτόχρονα το άγχος και τον πόνο που επιφέρει μια τέτοια διαδικασία αποκόλλησης. Μόνον η ταύτιση με τον πατέρα διευκολύνει το παιδί να απελευθερωθεί από την αντιφατική του σχέση με τη μητέρα, η οποία θα πρέπει να αρχίσει να βιώνεται πλέον όχι ως καλή ή κακή, αλλά να γίνεται αντιληπτή μέσα από περισσότερο αντικειμενικές σχέσεις και να εσωτερικευθεί με πιο θετικό τρόπο. Επίσης, μέσα από τη διπλή αυτή προσφορά –της μητέρας αλλά και του πατέρα- το παιδί έχει στη διάθεσή του ένα διπλό πρότυπο ταύτισης, που αποδεικνύεται τόσο σημαντικό στη γενικότερη διαδικασία ωρίμανσής του. Μέσα από τη διπλή αυτή ταύτιση μπορεί να αναπτύξει μια πλήρη θηλυκή ή αρσενική ατομική ταυτότητα. Πολλοί ερευνητές εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η τριγωνική φάση συνιστά –ιδιαίτερα για τα αγόρια- μια προϋπόθεση καθοριστικής σημασίας για την ψυχοσεξουαλική τους ωρίμανση. Συχνά τα αγόρια παίζουν, σε συναισθηματικό επίπεδο, το ρόλο του ερωτικού συντρόφου της μητέρας και η συναισθηματική τους αυτή εξάρτηση απ’ τη μητέρα δυσκολεύει την αυτονόμησή τους και την απαραίτητη ταύτισή τους με τον πατέρα. Έτσι, δυσκολεύονται να αφομοιώσουν ή δεν αφομοιώνουν ποτέ την αντρική τους ταυτότητα, αφού οι μητέρες αδυνατούν να ενεργοποιήσουν ή να ενισχύσουν την αρρενωπότητα των γιων τους. Αλλά και τα κορίτσια χρειάζονται άμεσα την παρουσία του πατέρα, επειδή είναι γνωστό ότι η υπερβολικά στενή σύνδεση του κοριτσιού με τη μητέρα στην πρώιμη παιδική ηλικία, οδηγεί σε μακροχρόνια εξάρτηση, ακόμη και για ολόκληρη τη ζωή, σε ψυχολογικές δυσκολίες στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο, αλλά και σε έναν αριθμό άλλων παθολογικών συναισθημάτων και συμπεριφορών (Horst Petri, 2003, ό.π.).
Από τη σκοπιά της Εξελικτικής Ψυχολογίας η διαμόρφωση των απαραίτητων εσωτερικών πατρικών εικόνων από το παιδί, εξαρτάται από τη διάρκεια και την ένταση της πατρικής παρουσίας. Η έλλειψη του πατέρα δεν αναπληρώνεται από την παρουσία της μητέρας. Η έννοια της μητέρας που μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της είναι ένα ωραίο σχήμα λόγου, αφού το μεγάλωμα των παιδιών δεν είναι αρκετό. Σημασία έχουν οι σχέσεις του παιδιού και η ποιότητά τους για την ανάπτυξή του. Το παιδί χρειάζεται από την αρχή της ζωής του και τους δύο γονείς και γι’ αυτό δε νομιμοποιούμαστε στο να προφασιζόμαστε ότι οι μητέρες τα καταφέρνουν και χωρίς τον πατέρα (Horst Petri, 2003, ό.π.).
Για την πρόληψη και την επίλυση όλων των παραπάνω συγκρουσιακών και παθολογικών καταστάσεων ψηφίστηκε το Σεπτέμβριο του 1997 από το γερμανικό κοινοβούλιο το Νέο Δίκαιο γονικής μέριμνας, που άρχισε να ισχύει από τον Ιούλιο του 1998. Συναφείς μορφές του Δικαίου αυτού εφαρμόζονται και στην Αυστρία, την Ελβετία και τις Σκανδιναβικές χώρες, που έχουν μεγάλη και μακροχρόνια εμπειρία σε θέματα διαζυγίου και επιμέλειας παιδιών. Κατά το νέο αυτό Δίκαιο, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι ο χωρισμένος γονιός, που δε ζει μαζί με τα παιδιά του, δεν έχει απλά και μόνο δικαίωμα επικοινωνίας μαζί τους ,αλλά και υποχρέωση. Το ίδιο και για τη διατροφή. Έχει όχι μόνον υποχρέωση, αλλά και δικαίωμα να διατρέφει το παιδί του. Από τη μεριά των παιδιών, έχουν και αυτά δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, να επικοινωνούν τακτικά με τον απόντα γονιό τους. Μάλιστα, όλα τα παραπάνω ισχύουν, άσχετα με το αν ο εν λόγω γονιός έχει το δικαίωμα γονικής μέριμνας ή όχι. Τέλος, στην περίπτωση των παντρεμένων ζευγαριών διατηρούν και οι δύο γονείς μετά το διαζύγιο το κοινό δικαίωμα της γονικής μέριμνας. Στην Αμερική εξάλλου, έχει νομοθετηθεί η δυνατότητα τιμωρίας και επιβολής βαρύτατου χρηματικού προστίμου στην περίπτωση του Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης (Parental Alienation Syndrom), του αποκαλούμενου φαινομένου PAS, το οποίο εκφράζει την τάση μερικών γονιών –ιδίως μητέρων- να εξωθούν τα παιδιά τους σε αρνητικές αντιδράσεις προς το γονιό που δε ζει μαζί τους, ασκώντας διαρκή πλύση εγκεφάλου, που αναγκάζει τα παιδιά να θέλουν να διακόψουν την επικοινωνία με τον άλλο γονιό. Έτσι, τα παιδιά επηρεάζονται τόσο πολύ που αρχίζουν να φοβούνται μήπως χάσουν και το γονιό που έχουν ή μήπως στερηθούν την αγάπη του. Γι’ αυτό, αναγκάζονται να διαγράψουν από το συναισθηματικό τους κόσμο το γονιό που ζει μακριά τους. Το σύνδρομο PAS αποδεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο, ότι δεν ευθύνονται μόνον οι πατέρες για την απομάκρυνσή τους από τα παιδιά τους, αλλά πολλές φορές εξωθούνται από τις πρώην συζύγους τους. Το Νέο αυτό Δίκαιο βάζει φραγμούς στην ψυχική αυτή κακοποίηση των παιδιών και αναζητά τους πραγματικούς υπαίτιους για τη στέρηση του πατέρα (Horst Petri, 2003, ό.π.).
Βλέπουμε λοιπόν, τη σημασία και τη σπουδαιότητα που αποδίδει η επιστήμη της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής στη διατήρηση του δεσμού του παιδιού με τον πατέρα, από την πρώιμη κιόλας παιδική, αλλά και βρεφική ηλικία. Σημασία, που φαίνεται να έχει κατανοήσει και η επιστήμη της Νομικής σε διάφορα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη με κοινωνικό πρόσωπο, που τα οδήγησε στην τροποποίηση της υπάρχουσας νομολογίας, όπως είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο.
Στα πλαίσια των παραπάνω, προκύπτει ως βασικό αίτημα η τροποποίηση των σχετικών νομικών διατάξεων, που αφορούν στη μέριμνα κι επιμέλεια των παιδιών, στη βάση της από κοινού άσκησής της και από τους δύο γονείς. Μέχρι τη συγκεκριμένη ρύθμιση δε, πρέπει να θεωρείται αδιαπραγμάτευτη και απόλυτα αναγκαία η συχνή επικοινωνία με το παιδί, του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και, μάλιστα, στο χώρο που θα επιλέγει αυτός (ο γονέας).
βιβλιογραφια
Αμπατζόγλου, Γρ., Ζηλίκης, Ν., ‘‘Θέματα Παιδοψυχιατρικής’’, Γ΄ Ψυχιατρική Κλινική Α.Π.Θ.-Υπηρεσία παιδιού και εφήβου, Τμήμα εκδόσεων Α.Π.Θ., Πανεπιστημιακό Τυπογραφείο, 2002-2003.
Αμπατζόγλου, Γρ., ‘‘Το διαζύγιο ως αφορμή επίσκεψης σε παιδοψυχιατρική υπηρεσία: Θεραπευτική αντιμετώπιση του παιδιού, συνεργασία με γονείς’’, στο: Μαρκοβίτης, Μ. κ.ά., Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα, εκδ. διαλλαγή-University Studio Press, α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1994.
Αντωνιάδου, Μ., ‘‘Η χρονική περίοδος γύρω από το χωρισμό: συμβουλευτική παρέμβαση’’, στο: Μαρκοβίτης, Μ. κ.ά., Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα, εκδ. διαλλαγή-University Studio Press, α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1994.
Bowlby, J., “Attachment and loss”, Volume 2: Separation Anxiety and Anger. Hogarth Press, London. Basic Books, New York, 1973.
Horst, Petri, ‘‘Μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα. Το δράμα στη ζωή του παιδιού χωρίς πατέρα’’, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα, 2003.
Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ε., ‘‘Διαζύγιο και παιδιά: Τα θέματα της άσκησης της γονικής μέριμνας και της επικοινωνίας’’, στο: Μαρκοβίτης, Μ. κ.ά., Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα, εκδ. διαλλαγή-University Studio Press, α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1994.
Λαζαρίδου, Λ., ‘‘Αναμενόμενες αντιδράσεις παιδιών ανάλογα με την ηλικία τους’’, στο: Μαρκοβίτης, Μ. κ.ά., Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα, εκδ. διαλλαγή-University Studio Press, α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1994.
Μαρκοβίτης, Μ., Χριστιανόπουλος, Κ., Κοτζάμπαση, Α., Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ε., Λαζαρίδου, Λ., Αμπατζόγλου, Γρ., Αντωνιάδου, Μ., ‘‘Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα’’, εκδ. διαλλαγή-University Studio Press, α΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1994.
Mahler, M., “On human: Symbiosis and the vicissitudes of individuation”, International University Press, Vol. 1, 1968.
Παρασκευόπουλος, Ν. Ι., ‘‘Εξελικτική Ψυχολογία. Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση. Προγεννητική περίοδος-Βρεφική ηλικία’’, τόμος 1, Αθήνα, χ. χρ.
Παρασκευόπουλος, Ν. Ι., ‘‘Εξελικτική Ψυχολογία. Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση. Προσχολική ηλικία’’, τόμος 2, Αθήνα, χ. χρ.
Σταύρου, Ε., Χριστογιώργος, Σ. Μ., ‘‘Διαζύγιο’’, στο: Τσιάντης, Γ. κ.ά. (Επιμέλεια), Εισαγωγή στην Παιδοψυχιατρική, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.
[1] Πλήρης και εκτενής αναφορά σχετικά με τις νομικές διατάξεις που αφορούν σε θέματα διαζυγίου, επιμέλειας, μέριμνας και επικοινωνίας με το παιδί μετά το διαζύγιο, αποτελεί η εισήγηση της Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη (1994), στο συλλογικό τόμο με θέμα: «Διαζύγιο και παιδιά. Ψυχολογικά και Νομικά θέματα».
[2] Η γνωστή θεωρία του Bowlby για την ανάπτυξη του πρώιμου δεσμού του παιδιού με τη μητέρα, ανίχνευσε τα στάδια και τις επιμέρους φάσεις αυτού του δεσμού (την αρχική φάση ή φάση της διαμαρτυρίας, τη φάση της απελπισίας και την τελική φάση της αδιαφορίας), που ακολουθούν τον αποχωρισμό του βρέφους από τη μητέρα. Σήμερα γίνεται λόγος για επέκταση της θεωρίας αυτής και στη σχέση του παιδιού και με τον πατέρα, αφού και κατά τον αποχωρισμό του από αυτόν παρατηρούνται οι ίδιες συμπεριφορές και αντιδράσεις (βλ. σχετικά, Bowlby, J., “Attachment and loss”, Volume 2: Separation Anxiety and Anger. Hogarth Press, London. Basic Books, New York, 1973).